αποχαρακτηρισμός • (apocharaktirismós) m (plural αποχαρακτηρισμοί)
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αποχαρακτηρισμός (apocharaktirismós) | αποχαρακτηρισμοί (apocharaktirismoí) |
genitive | αποχαρακτηρισμού (apocharaktirismoú) | αποχαρακτηρισμών (apocharaktirismón) |
accusative | αποχαρακτηρισμό (apocharaktirismó) | αποχαρακτηρισμούς (apocharaktirismoús) |
vocative | αποχαρακτηρισμέ (apocharaktirismé) | αποχαρακτηρισμοί (apocharaktirismoí) |