αποχειροβίωτος • (apocheirovíotos) m (feminine αποχειροβίωτη, neuter αποχειροβίωτο)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αποχειροβίωτος (apocheirovíotos) | αποχειροβίωτη (apocheirovíoti) | αποχειροβίωτο (apocheirovíoto) | αποχειροβίωτοι (apocheirovíotoi) | αποχειροβίωτες (apocheirovíotes) | αποχειροβίωτα (apocheirovíota) | |
genitive | αποχειροβίωτου (apocheirovíotou) | αποχειροβίωτης (apocheirovíotis) | αποχειροβίωτου (apocheirovíotou) | αποχειροβίωτων (apocheirovíoton) | αποχειροβίωτων (apocheirovíoton) | αποχειροβίωτων (apocheirovíoton) | |
accusative | αποχειροβίωτο (apocheirovíoto) | αποχειροβίωτη (apocheirovíoti) | αποχειροβίωτο (apocheirovíoto) | αποχειροβίωτους (apocheirovíotous) | αποχειροβίωτες (apocheirovíotes) | αποχειροβίωτα (apocheirovíota) | |
vocative | αποχειροβίωτε (apocheirovíote) | αποχειροβίωτη (apocheirovíoti) | αποχειροβίωτο (apocheirovíoto) | αποχειροβίωτοι (apocheirovíotoi) | αποχειροβίωτες (apocheirovíotes) | αποχειροβίωτα (apocheirovíota) |