αποχειροβίωτος

Hello, you have come here looking for the meaning of the word αποχειροβίωτος. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word αποχειροβίωτος, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say αποχειροβίωτος in singular and plural. Everything you need to know about the word αποχειροβίωτος you have here. The definition of the word αποχειροβίωτος will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition ofαποχειροβίωτος, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.

Greek

Adjective

αποχειροβίωτος (apocheirovíotosm (feminine αποχειροβίωτη, neuter αποχειροβίωτο)

  1. hardworking, breadwinning
    Coordinate term: βιοπαλαιστής (viopalaistís)

Declension

singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αποχειροβίωτος (apocheirovíotos) αποχειροβίωτη (apocheirovíoti) αποχειροβίωτο (apocheirovíoto) αποχειροβίωτοι (apocheirovíotoi) αποχειροβίωτες (apocheirovíotes) αποχειροβίωτα (apocheirovíota)
genitive αποχειροβίωτου (apocheirovíotou) αποχειροβίωτης (apocheirovíotis) αποχειροβίωτου (apocheirovíotou) αποχειροβίωτων (apocheirovíoton) αποχειροβίωτων (apocheirovíoton) αποχειροβίωτων (apocheirovíoton)
accusative αποχειροβίωτο (apocheirovíoto) αποχειροβίωτη (apocheirovíoti) αποχειροβίωτο (apocheirovíoto) αποχειροβίωτους (apocheirovíotous) αποχειροβίωτες (apocheirovíotes) αποχειροβίωτα (apocheirovíota)
vocative αποχειροβίωτε (apocheirovíote) αποχειροβίωτη (apocheirovíoti) αποχειροβίωτο (apocheirovíoto) αποχειροβίωτοι (apocheirovíotoi) αποχειροβίωτες (apocheirovíotes) αποχειροβίωτα (apocheirovíota)