αποχετευτικός • (apocheteftikós) m (feminine αποχετευτική, neuter αποχετευτικό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αποχετευτικός (apocheteftikós) | αποχετευτική (apocheteftikí) | αποχετευτικό (apocheteftikó) | αποχετευτικοί (apocheteftikoí) | αποχετευτικές (apocheteftikés) | αποχετευτικά (apocheteftiká) | |
genitive | αποχετευτικού (apocheteftikoú) | αποχετευτικής (apocheteftikís) | αποχετευτικού (apocheteftikoú) | αποχετευτικών (apocheteftikón) | αποχετευτικών (apocheteftikón) | αποχετευτικών (apocheteftikón) | |
accusative | αποχετευτικό (apocheteftikó) | αποχετευτική (apocheteftikí) | αποχετευτικό (apocheteftikó) | αποχετευτικούς (apocheteftikoús) | αποχετευτικές (apocheteftikés) | αποχετευτικά (apocheteftiká) | |
vocative | αποχετευτικέ (apocheteftiké) | αποχετευτική (apocheteftikí) | αποχετευτικό (apocheteftikó) | αποχετευτικοί (apocheteftikoí) | αποχετευτικές (apocheteftikés) | αποχετευτικά (apocheteftiká) |