αποχρεμπτικός • (apochremptikós) m (feminine αποχρεμπτική, neuter αποχρεμπτικό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αποχρεμπτικός (apochremptikós) | αποχρεμπτική (apochremptikí) | αποχρεμπτικό (apochremptikó) | αποχρεμπτικοί (apochremptikoí) | αποχρεμπτικές (apochremptikés) | αποχρεμπτικά (apochremptiká) | |
genitive | αποχρεμπτικού (apochremptikoú) | αποχρεμπτικής (apochremptikís) | αποχρεμπτικού (apochremptikoú) | αποχρεμπτικών (apochremptikón) | αποχρεμπτικών (apochremptikón) | αποχρεμπτικών (apochremptikón) | |
accusative | αποχρεμπτικό (apochremptikó) | αποχρεμπτική (apochremptikí) | αποχρεμπτικό (apochremptikó) | αποχρεμπτικούς (apochremptikoús) | αποχρεμπτικές (apochremptikés) | αποχρεμπτικά (apochremptiká) | |
vocative | αποχρεμπτικέ (apochremptiké) | αποχρεμπτική (apochremptikí) | αποχρεμπτικό (apochremptikó) | αποχρεμπτικοί (apochremptikoí) | αποχρεμπτικές (apochremptikés) | αποχρεμπτικά (apochremptiká) |