αποχρωστικός • (apochrostikós) m (feminine αποχρωστική, neuter αποχρωστικό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αποχρωστικός (apochrostikós) | αποχρωστική (apochrostikí) | αποχρωστικό (apochrostikó) | αποχρωστικοί (apochrostikoí) | αποχρωστικές (apochrostikés) | αποχρωστικά (apochrostiká) | |
genitive | αποχρωστικού (apochrostikoú) | αποχρωστικής (apochrostikís) | αποχρωστικού (apochrostikoú) | αποχρωστικών (apochrostikón) | αποχρωστικών (apochrostikón) | αποχρωστικών (apochrostikón) | |
accusative | αποχρωστικό (apochrostikó) | αποχρωστική (apochrostikí) | αποχρωστικό (apochrostikó) | αποχρωστικούς (apochrostikoús) | αποχρωστικές (apochrostikés) | αποχρωστικά (apochrostiká) | |
vocative | αποχρωστικέ (apochrostiké) | αποχρωστική (apochrostikí) | αποχρωστικό (apochrostikó) | αποχρωστικοί (apochrostikoí) | αποχρωστικές (apochrostikés) | αποχρωστικά (apochrostiká) |