αποψιλωτικός • (apopsilotikós) m (feminine αποψιλωτική, neuter αποψιλωτικό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αποψιλωτικός (apopsilotikós) | αποψιλωτική (apopsilotikí) | αποψιλωτικό (apopsilotikó) | αποψιλωτικοί (apopsilotikoí) | αποψιλωτικές (apopsilotikés) | αποψιλωτικά (apopsilotiká) | |
genitive | αποψιλωτικού (apopsilotikoú) | αποψιλωτικής (apopsilotikís) | αποψιλωτικού (apopsilotikoú) | αποψιλωτικών (apopsilotikón) | αποψιλωτικών (apopsilotikón) | αποψιλωτικών (apopsilotikón) | |
accusative | αποψιλωτικό (apopsilotikó) | αποψιλωτική (apopsilotikí) | αποψιλωτικό (apopsilotikó) | αποψιλωτικούς (apopsilotikoús) | αποψιλωτικές (apopsilotikés) | αποψιλωτικά (apopsilotiká) | |
vocative | αποψιλωτικέ (apopsilotiké) | αποψιλωτική (apopsilotikí) | αποψιλωτικό (apopsilotikó) | αποψιλωτικοί (apopsilotikoí) | αποψιλωτικές (apopsilotikés) | αποψιλωτικά (apopsilotiká) |