απροίκιστος

Hello, you have come here looking for the meaning of the word απροίκιστος. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word απροίκιστος, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say απροίκιστος in singular and plural. Everything you need to know about the word απροίκιστος you have here. The definition of the word απροίκιστος will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition ofαπροίκιστος, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.

Greek

Adjective

απροίκιστος (aproíkistosm (feminine απροίκιστη, neuter απροίκιστο)

  1. portionless, unendowed
  2. talentless

Declension

Declension of απροίκιστος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative απροίκιστος (aproíkistos) απροίκιστη (aproíkisti) απροίκιστο (aproíkisto) απροίκιστοι (aproíkistoi) απροίκιστες (aproíkistes) απροίκιστα (aproíkista)
genitive απροίκιστου (aproíkistou) απροίκιστης (aproíkistis) απροίκιστου (aproíkistou) απροίκιστων (aproíkiston) απροίκιστων (aproíkiston) απροίκιστων (aproíkiston)
accusative απροίκιστο (aproíkisto) απροίκιστη (aproíkisti) απροίκιστο (aproíkisto) απροίκιστους (aproíkistous) απροίκιστες (aproíkistes) απροίκιστα (aproíkista)
vocative απροίκιστε (aproíkiste) απροίκιστη (aproíkisti) απροίκιστο (aproíkisto) απροίκιστοι (aproíkistoi) απροίκιστες (aproíkistes) απροίκιστα (aproíkista)

Further reading