From Ancient Greek ἁπτικός (haptikós)
απτικός • (aptikós) m (feminine απτική, neuter απτικό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | απτικός (aptikós) | απτική (aptikí) | απτικό (aptikó) | απτικοί (aptikoí) | απτικές (aptikés) | απτικά (aptiká) | |
genitive | απτικού (aptikoú) | απτικής (aptikís) | απτικού (aptikoú) | απτικών (aptikón) | απτικών (aptikón) | απτικών (aptikón) | |
accusative | απτικό (aptikó) | απτική (aptikí) | απτικό (aptikó) | απτικούς (aptikoús) | απτικές (aptikés) | απτικά (aptiká) | |
vocative | απτικέ (aptiké) | απτική (aptikí) | απτικό (aptikó) | απτικοί (aptikoí) | απτικές (aptikés) | απτικά (aptiká) |