From Koine Greek ἀπτόητος (aptóētos)
απτόητος • (aptóitos) m (feminine απτόητη, neuter απτόητο)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | απτόητος • | απτόητη • | απτόητο • | απτόητοι • | απτόητες • | απτόητα • |
genitive | απτόητου • | απτόητης • | απτόητου • | απτόητων • | απτόητων • | απτόητων • |
accusative | απτόητο • | απτόητη • | απτόητο • | απτόητους • | απτόητες • | απτόητα • |
vocative | απτόητε • | απτόητη • | απτόητο • | απτόητοι • | απτόητες • | απτόητα • |