απυρπόλητος • (apyrpólitos) m (feminine απυρπόλητη, neuter απυρπόλητο)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | απυρπόλητος (apyrpólitos) | απυρπόλητη (apyrpóliti) | απυρπόλητο (apyrpólito) | απυρπόλητοι (apyrpólitoi) | απυρπόλητες (apyrpólites) | απυρπόλητα (apyrpólita) | |
genitive | απυρπόλητου (apyrpólitou) | απυρπόλητης (apyrpólitis) | απυρπόλητου (apyrpólitou) | απυρπόλητων (apyrpóliton) | απυρπόλητων (apyrpóliton) | απυρπόλητων (apyrpóliton) | |
accusative | απυρπόλητο (apyrpólito) | απυρπόλητη (apyrpóliti) | απυρπόλητο (apyrpólito) | απυρπόλητους (apyrpólitous) | απυρπόλητες (apyrpólites) | απυρπόλητα (apyrpólita) | |
vocative | απυρπόλητε (apyrpólite) | απυρπόλητη (apyrpóliti) | απυρπόλητο (apyrpólito) | απυρπόλητοι (apyrpólitoi) | απυρπόλητες (apyrpólites) | απυρπόλητα (apyrpólita) |