απόσκιος • (apóskios) m (feminine απόσκια, neuter απόσκιο)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | απόσκιος • | απόσκια • | απόσκιο • | απόσκιοι • | απόσκιες • | απόσκια • |
genitive | απόσκιου • | απόσκιας • | απόσκιου • | απόσκιων • | απόσκιων • | απόσκιων • |
accusative | απόσκιο • | απόσκια • | απόσκιο • | απόσκιους • | απόσκιες • | απόσκια • |
vocative | απόσκιε • | απόσκια • | απόσκιο • | απόσκιοι • | απόσκιες • | απόσκια • |