απότοκος • (apótokos) m (feminine απότοκη, neuter απότοκο)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | απότοκος • | απότοκη • | απότοκο • | απότοκοι • | απότοκες • | απότοκα • |
genitive | απότοκου • | απότοκης • | απότοκου • | απότοκων • | απότοκων • | απότοκων • |
accusative | απότοκο • | απότοκη • | απότοκο • | απότοκους • | απότοκες • | απότοκα • |
vocative | απότοκε • | απότοκη • | απότοκο • | απότοκοι • | απότοκες • | απότοκα • |