αραβικός • (aravikós) m (feminine αραβική, neuter αραβικό)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αραβικός • | αραβική • | αραβικό • | αραβικοί • | αραβικές • | αραβικά • |
genitive | αραβικού • | αραβικής • | αραβικού • | αραβικών • | αραβικών • | αραβικών • |
accusative | αραβικό • | αραβική • | αραβικό • | αραβικούς • | αραβικές • | αραβικά • |
vocative | αραβικέ • | αραβική • | αραβικό • | αραβικοί • | αραβικές • | αραβικά • |