αραδιαστός • (aradiastós) m (feminine αραδιαστή, neuter αραδιαστό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αραδιαστός (aradiastós) | αραδιαστή (aradiastí) | αραδιαστό (aradiastó) | αραδιαστοί (aradiastoí) | αραδιαστές (aradiastés) | αραδιαστά (aradiastá) | |
genitive | αραδιαστού (aradiastoú) | αραδιαστής (aradiastís) | αραδιαστού (aradiastoú) | αραδιαστών (aradiastón) | αραδιαστών (aradiastón) | αραδιαστών (aradiastón) | |
accusative | αραδιαστό (aradiastó) | αραδιαστή (aradiastí) | αραδιαστό (aradiastó) | αραδιαστούς (aradiastoús) | αραδιαστές (aradiastés) | αραδιαστά (aradiastá) | |
vocative | αραδιαστέ (aradiasté) | αραδιαστή (aradiastí) | αραδιαστό (aradiastó) | αραδιαστοί (aradiastoí) | αραδιαστές (aradiastés) | αραδιαστά (aradiastá) |