αραιοϋφασμένος • (araioÿfasménos) m (feminine αραιοϋφασμένη, neuter αραιοϋφασμένο)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αραιοϋφασμένος (araioÿfasménos) | αραιοϋφασμένη (araioÿfasméni) | αραιοϋφασμένο (araioÿfasméno) | αραιοϋφασμένοι (araioÿfasménoi) | αραιοϋφασμένες (araioÿfasménes) | αραιοϋφασμένα (araioÿfasména) | |
genitive | αραιοϋφασμένου (araioÿfasménou) | αραιοϋφασμένης (araioÿfasménis) | αραιοϋφασμένου (araioÿfasménou) | αραιοϋφασμένων (araioÿfasménon) | αραιοϋφασμένων (araioÿfasménon) | αραιοϋφασμένων (araioÿfasménon) | |
accusative | αραιοϋφασμένο (araioÿfasméno) | αραιοϋφασμένη (araioÿfasméni) | αραιοϋφασμένο (araioÿfasméno) | αραιοϋφασμένους (araioÿfasménous) | αραιοϋφασμένες (araioÿfasménes) | αραιοϋφασμένα (araioÿfasména) | |
vocative | αραιοϋφασμένε (araioÿfasméne) | αραιοϋφασμένη (araioÿfasméni) | αραιοϋφασμένο (araioÿfasméno) | αραιοϋφασμένοι (araioÿfasménoi) | αραιοϋφασμένες (araioÿfasménes) | αραιοϋφασμένα (araioÿfasména) |