αραχνοειδής • (arachnoeidís) m (feminine αραχνοειδής, neuter αραχνοειδές)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αραχνοειδής (arachnoeidís) | αραχνοειδής (arachnoeidís) | αραχνοειδές (arachnoeidés) | αραχνοειδείς (arachnoeideís) | αραχνοειδείς (arachnoeideís) | αραχνοειδή (arachnoeidí) | |
genitive | αραχνοειδούς (arachnoeidoús) αραχνοειδή (arachnoeidí) |
αραχνοειδούς (arachnoeidoús) | αραχνοειδούς (arachnoeidoús) | αραχνοειδών (arachnoeidón) | αραχνοειδών (arachnoeidón) | αραχνοειδών (arachnoeidón) | |
accusative | αραχνοειδή (arachnoeidí) | αραχνοειδή (arachnoeidí) | αραχνοειδές (arachnoeidés) | αραχνοειδείς (arachnoeideís) | αραχνοειδείς (arachnoeideís) | αραχνοειδή (arachnoeidí) | |
vocative | αραχνοειδή (arachnoeidí) αραχνοειδής (arachnoeidís) |
αραχνοειδής (arachnoeidís) | αραχνοειδές (arachnoeidés) | αραχνοειδείς (arachnoeideís) | αραχνοειδείς (arachnoeideís) | αραχνοειδή (arachnoeidí) |