αρβανίτικος • (arvanítikos) m (feminine αρβανίτικη, neuter αρβανίτικο)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αρβανίτικος • | αρβανίτικη • / αρβανίτικια • | αρβανίτικο • | αρβανίτικοι • | αρβανίτικες • | αρβανίτικα • |
genitive | αρβανίτικου • | αρβανίτικης • / αρβανίτικιας • | αρβανίτικου • | αρβανίτικων • | αρβανίτικων • | αρβανίτικων • |
accusative | αρβανίτικο • | αρβανίτικη • / αρβανίτικια • | αρβανίτικο • | αρβανίτικους • | αρβανίτικες • | αρβανίτικα • |
vocative | αρβανίτικε • | αρβανίτικη • / αρβανίτικια • | αρβανίτικο • | αρβανίτικοι • | αρβανίτικες • | αρβανίτικα • |