αργεντίνικος • (argentínikos) m (feminine αργεντίνικη, neuter αργεντίνικο)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αργεντίνικος (argentínikos) | αργεντίνικη (argentíniki) | αργεντίνικο (argentíniko) | αργεντίνικοι (argentínikoi) | αργεντίνικες (argentínikes) | αργεντίνικα (argentínika) | |
genitive | αργεντίνικου (argentínikou) | αργεντίνικης (argentínikis) | αργεντίνικου (argentínikou) | αργεντίνικων (argentínikon) | αργεντίνικων (argentínikon) | αργεντίνικων (argentínikon) | |
accusative | αργεντίνικο (argentíniko) | αργεντίνικη (argentíniki) | αργεντίνικο (argentíniko) | αργεντίνικους (argentínikous) | αργεντίνικες (argentínikes) | αργεντίνικα (argentínika) | |
vocative | αργεντίνικε (argentínike) | αργεντίνικη (argentíniki) | αργεντίνικο (argentíniko) | αργεντίνικοι (argentínikoi) | αργεντίνικες (argentínikes) | αργεντίνικα (argentínika) |