αργιλούχος • (argiloúchos) m (feminine αργιλούχα or αργιλούχο)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αργιλούχος (argiloúchos) | αργιλούχος (argiloúchos) αργιλούχα (argiloúcha) |
αργιλούχο (argiloúcho) | αργιλούχοι (argiloúchoi) | αργιλούχοι (argiloúchoi) αργιλούχες (argiloúches) |
αργιλούχα (argiloúcha) | |
genitive | αργιλούχου (argiloúchou) | αργιλούχου (argiloúchou) αργιλούχας (argiloúchas) |
αργιλούχου (argiloúchou) | αργιλούχων (argiloúchon) | αργιλούχων (argiloúchon) | αργιλούχων (argiloúchon) | |
accusative | αργιλούχο (argiloúcho) | αργιλούχο (argiloúcho) αργιλούχα (argiloúcha) |
αργιλούχο (argiloúcho) | αργιλούχους (argiloúchous) | αργιλούχους (argiloúchous) αργιλούχες (argiloúches) |
αργιλούχα (argiloúcha) | |
vocative | αργιλούχε (argiloúche) | αργιλούχε (argiloúche) αργιλούχα (argiloúcha) |
αργιλούχο (argiloúcho) | αργιλούχοι (argiloúchoi) | αργιλούχοι (argiloúchoi) αργιλούχες (argiloúches) |
αργιλούχα (argiloúcha) |