αργοναυτικός • (argonaftikós) m (feminine αργοναυτική, neuter αργοναυτικό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αργοναυτικός (argonaftikós) | αργοναυτική (argonaftikí) | αργοναυτικό (argonaftikó) | αργοναυτικοί (argonaftikoí) | αργοναυτικές (argonaftikés) | αργοναυτικά (argonaftiká) | |
genitive | αργοναυτικού (argonaftikoú) | αργοναυτικής (argonaftikís) | αργοναυτικού (argonaftikoú) | αργοναυτικών (argonaftikón) | αργοναυτικών (argonaftikón) | αργοναυτικών (argonaftikón) | |
accusative | αργοναυτικό (argonaftikó) | αργοναυτική (argonaftikí) | αργοναυτικό (argonaftikó) | αργοναυτικούς (argonaftikoús) | αργοναυτικές (argonaftikés) | αργοναυτικά (argonaftiká) | |
vocative | αργοναυτικέ (argonaftiké) | αργοναυτική (argonaftikí) | αργοναυτικό (argonaftikó) | αργοναυτικοί (argonaftikoí) | αργοναυτικές (argonaftikés) | αργοναυτικά (argonaftiká) |