αρθρικός • (arthrikós) m (feminine αρθρική, neuter αρθρικό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αρθρικός (arthrikós) | αρθρική (arthrikí) | αρθρικό (arthrikó) | αρθρικοί (arthrikoí) | αρθρικές (arthrikés) | αρθρικά (arthriká) | |
genitive | αρθρικού (arthrikoú) | αρθρικής (arthrikís) | αρθρικού (arthrikoú) | αρθρικών (arthrikón) | αρθρικών (arthrikón) | αρθρικών (arthrikón) | |
accusative | αρθρικό (arthrikó) | αρθρική (arthrikí) | αρθρικό (arthrikó) | αρθρικούς (arthrikoús) | αρθρικές (arthrikés) | αρθρικά (arthriká) | |
vocative | αρθρικέ (arthriké) | αρθρική (arthrikí) | αρθρικό (arthrikó) | αρθρικοί (arthrikoí) | αρθρικές (arthrikés) | αρθρικά (arthriká) |