αριβιστικός • (arivistikós) m (feminine αριβιστική, neuter αριβιστικό)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αριβιστικος • | αριβιστικη • | αριβιστικο • | αριβιστικοι • | αριβιστικες • | αριβιστικα • |
genitive | αριβιστικου • | αριβιστικης • | αριβιστικου • | αριβιστικων • | αριβιστικων • | αριβιστικων • |
accusative | αριβιστικο • | αριβιστικη • | αριβιστικο • | αριβιστικους • | αριβιστικες • | αριβιστικα • |
vocative | αριβιστικε • | αριβιστικη • | αριβιστικο • | αριβιστικοι • | αριβιστικες • | αριβιστικα • |