αριστερόστροφος • (aristeróstrofos) m (feminine αριστερόστροφη, neuter αριστερόστροφο)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αριστερόστροφος • | αριστερόστροφη • | αριστερόστροφο • | αριστερόστροφοι • | αριστερόστροφες • | αριστερόστροφα • |
genitive | αριστερόστροφου • | αριστερόστροφης • | αριστερόστροφου • | αριστερόστροφων • | αριστερόστροφων • | αριστερόστροφων • |
accusative | αριστερόστροφο • | αριστερόστροφη • | αριστερόστροφο • | αριστερόστροφους • | αριστερόστροφες • | αριστερόστροφα • |
vocative | αριστερόστροφε • | αριστερόστροφη • | αριστερόστροφο • | αριστερόστροφοι • | αριστερόστροφες • | αριστερόστροφα • |