αριστοκρατικότητα • (aristokratikótita) f (plural αριστοκρατικότητες)
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αριστοκρατικότητα (aristokratikótita) | αριστοκρατικότητες (aristokratikótites) |
genitive | αριστοκρατικότητας (aristokratikótitas) | αριστοκρατικοτήτων (aristokratikotíton) |
accusative | αριστοκρατικότητα (aristokratikótita) | αριστοκρατικότητες (aristokratikótites) |
vocative | αριστοκρατικότητα (aristokratikótita) | αριστοκρατικότητες (aristokratikótites) |