αριστουργηματικός • (aristourgimatikós) m (feminine αριστουργηματική, neuter αριστουργηματικό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αριστουργηματικός (aristourgimatikós) | αριστουργηματική (aristourgimatikí) | αριστουργηματικό (aristourgimatikó) | αριστουργηματικοί (aristourgimatikoí) | αριστουργηματικές (aristourgimatikés) | αριστουργηματικά (aristourgimatiká) | |
genitive | αριστουργηματικού (aristourgimatikoú) | αριστουργηματικής (aristourgimatikís) | αριστουργηματικού (aristourgimatikoú) | αριστουργηματικών (aristourgimatikón) | αριστουργηματικών (aristourgimatikón) | αριστουργηματικών (aristourgimatikón) | |
accusative | αριστουργηματικό (aristourgimatikó) | αριστουργηματική (aristourgimatikí) | αριστουργηματικό (aristourgimatikó) | αριστουργηματικούς (aristourgimatikoús) | αριστουργηματικές (aristourgimatikés) | αριστουργηματικά (aristourgimatiká) | |
vocative | αριστουργηματικέ (aristourgimatiké) | αριστουργηματική (aristourgimatikí) | αριστουργηματικό (aristourgimatikó) | αριστουργηματικοί (aristourgimatikoí) | αριστουργηματικές (aristourgimatikés) | αριστουργηματικά (aristourgimatiká) |