αριστοφανικός • (aristofanikós) m (feminine αριστοφάνεια, neuter αριστοφάνειο)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αριστοφανικός (aristofanikós) | αριστοφανική (aristofanikí) | αριστοφανικό (aristofanikó) | αριστοφανικοί (aristofanikoí) | αριστοφανικές (aristofanikés) | αριστοφανικά (aristofaniká) | |
genitive | αριστοφανικού (aristofanikoú) | αριστοφανικής (aristofanikís) | αριστοφανικού (aristofanikoú) | αριστοφανικών (aristofanikón) | αριστοφανικών (aristofanikón) | αριστοφανικών (aristofanikón) | |
accusative | αριστοφανικό (aristofanikó) | αριστοφανική (aristofanikí) | αριστοφανικό (aristofanikó) | αριστοφανικούς (aristofanikoús) | αριστοφανικές (aristofanikés) | αριστοφανικά (aristofaniká) | |
vocative | αριστοφανικέ (aristofaniké) | αριστοφανική (aristofanikí) | αριστοφανικό (aristofanikó) | αριστοφανικοί (aristofanikoí) | αριστοφανικές (aristofanikés) | αριστοφανικά (aristofaniká) |