αρκαδικός • (arkadikós) m (feminine αρκαδική, neuter αρκαδικό)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αρκαδικός • | αρκαδική • | αρκαδικό • | αρκαδικοί • | αρκαδικές • | αρκαδικά • |
genitive | αρκαδικού • | αρκαδικής • | αρκαδικού • | αρκαδικών • | αρκαδικών • | αρκαδικών • |
accusative | αρκαδικό • | αρκαδική • | αρκαδικό • | αρκαδικούς • | αρκαδικές • | αρκαδικά • |
vocative | αρκαδικέ • | αρκαδική • | αρκαδικό • | αρκαδικοί • | αρκαδικές • | αρκαδικά • |