Feminine form of αρραβωνιαστικός (arravoniastikós).
αρραβωνιαστικιά • (arravoniastikiá) f (plural αρραβωνιαστικιές, masculine αρραβωνιαστικός)
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αρραβωνιαστικιά (arravoniastikiá) | αρραβωνιαστικιές (arravoniastikiés) |
genitive | αρραβωνιαστικιάς (arravoniastikiás) | αρραβωνιαστικιών (arravoniastikión) |
accusative | αρραβωνιαστικιά (arravoniastikiá) | αρραβωνιαστικιές (arravoniastikiés) |
vocative | αρραβωνιαστικιά (arravoniastikiá) | αρραβωνιαστικιές (arravoniastikiés) |