αρρωστιάρης • (arrostiáris) m (feminine αρρωστιάρα, neuter αρρωστιάρικο)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αρρωστιάρης (arrostiáris) | αρρωστιάρα (arrostiára) | αρρωστιάρικο (arrostiáriko) | αρρωστιάρηδες (arrostiárides) | αρρωστιάρες (arrostiáres) | αρρωστιάρικα (arrostiárika) | |
genitive | αρρωστιάρη (arrostiári) | αρρωστιάρας (arrostiáras) | αρρωστιάρικου (arrostiárikou) | αρρωστιάρηδων (arrostiáridon) | — | αρρωστιάρικων (arrostiárikon) | |
accusative | αρρωστιάρη (arrostiári) | αρρωστιάρα (arrostiára) | αρρωστιάρικο (arrostiáriko) | αρρωστιάρηδες (arrostiárides) | αρρωστιάρες (arrostiáres) | αρρωστιάρικα (arrostiárika) | |
vocative | αρρωστιάρη (arrostiári) | αρρωστιάρα (arrostiára) | αρρωστιάρικο (arrostiáriko) | αρρωστιάρηδες (arrostiárides) | αρρωστιάρες (arrostiáres) | αρρωστιάρικα (arrostiárika) |