αρρωστάω (arrostáo) αρρωστώ • (arrostó) Alternative form of αρρωσταίνω (arrostaíno) This verb needs an inflection-table template. αρρωστώ, in Λεξικό της κοινής...
αρρωστώ (arrostó), αρρωστάω (arrostáo), (rare) αρρωσταινώ (arrostainó) άρρωστος (árrostos, “ill”) + -αίνω (-aíno, “gain properties of”) αρρωσταίνω •...
αρρωστομανής (arrostomanís, adjective) αρρωστομανία f (arrostomanía, “nosomania”) αρρωστώ (arrostó, “to sicken”) εύρωστος (évrostos, “robust”, adjective)...
Perfect passive participle of αρρωσταίνω (arrostaíno) or αρρωστώ, a verb without passive voice forms. IPA(key): /a.ro.stiˈme.nos/ Hyphenation: αρ‧ρω‧στη‧μέ‧νος...
árrhōston ἀρρώστω arrhṓstō ἀρρώστω arrhṓstō ἀρρώστους arrhṓstous ἄρρωστᾰ árrhōsta Vocative ἄρρωστε árrhōste ἄρρωστον árrhōston ἀρρώστω arrhṓstō ἀρρώστω arrhṓstō...