αρτεσιανός • (artesianós) m (feminine αρτεσιανή, neuter αρτεσιανό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αρτεσιανός (artesianós) | αρτεσιανή (artesianí) | αρτεσιανό (artesianó) | αρτεσιανοί (artesianoí) | αρτεσιανές (artesianés) | αρτεσιανά (artesianá) | |
genitive | αρτεσιανού (artesianoú) | αρτεσιανής (artesianís) | αρτεσιανού (artesianoú) | αρτεσιανών (artesianón) | αρτεσιανών (artesianón) | αρτεσιανών (artesianón) | |
accusative | αρτεσιανό (artesianó) | αρτεσιανή (artesianí) | αρτεσιανό (artesianó) | αρτεσιανούς (artesianoús) | αρτεσιανές (artesianés) | αρτεσιανά (artesianá) | |
vocative | αρτεσιανέ (artesiané) | αρτεσιανή (artesianí) | αρτεσιανό (artesianó) | αρτεσιανοί (artesianoí) | αρτεσιανές (artesianés) | αρτεσιανά (artesianá) |