αρτηριακός • (artiriakós) m (feminine αρτηριακή, neuter αρτηριακό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αρτηριακός (artiriakós) | αρτηριακή (artiriakí) | αρτηριακό (artiriakó) | αρτηριακοί (artiriakoí) | αρτηριακές (artiriakés) | αρτηριακά (artiriaká) | |
genitive | αρτηριακού (artiriakoú) | αρτηριακής (artiriakís) | αρτηριακού (artiriakoú) | αρτηριακών (artiriakón) | αρτηριακών (artiriakón) | αρτηριακών (artiriakón) | |
accusative | αρτηριακό (artiriakó) | αρτηριακή (artiriakí) | αρτηριακό (artiriakó) | αρτηριακούς (artiriakoús) | αρτηριακές (artiriakés) | αρτηριακά (artiriaká) | |
vocative | αρτηριακέ (artiriaké) | αρτηριακή (artiriakí) | αρτηριακό (artiriakó) | αρτηριακοί (artiriakoí) | αρτηριακές (artiriakés) | αρτηριακά (artiriaká) |