αρτηριοπάθεια • (artiriopátheia) f (usually uncountable, plural αρτηριοπάθειες)
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αρτηριοπάθεια (artiriopátheia) | αρτηριοπάθειες (artiriopátheies) |
genitive | αρτηριοπάθειας (artiriopátheias) | αρτηριοπαθειών (artiriopatheión) |
accusative | αρτηριοπάθεια (artiriopátheia) | αρτηριοπάθειες (artiriopátheies) |
vocative | αρτηριοπάθεια (artiriopátheia) | αρτηριοπάθειες (artiriopátheies) |