αρτηριοσκληρωτικός

Hello, you have come here looking for the meaning of the word αρτηριοσκληρωτικός. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word αρτηριοσκληρωτικός, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say αρτηριοσκληρωτικός in singular and plural. Everything you need to know about the word αρτηριοσκληρωτικός you have here. The definition of the word αρτηριοσκληρωτικός will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition ofαρτηριοσκληρωτικός, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.

Greek

Adjective

αρτηριοσκληρωτικός (artiriosklirotikósm (feminine αρτηριοσκληρωτική, neuter αρτηριοσκληρωτικό)

  1. (pathology, medicine) arteriosclerotic

Declension

Declension of αρτηριοσκληρωτικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αρτηριοσκληρωτικός (artiriosklirotikós) αρτηριοσκληρωτική (artiriosklirotikí) αρτηριοσκληρωτικό (artiriosklirotikó) αρτηριοσκληρωτικοί (artiriosklirotikoí) αρτηριοσκληρωτικές (artiriosklirotikés) αρτηριοσκληρωτικά (artiriosklirotiká)
genitive αρτηριοσκληρωτικού (artiriosklirotikoú) αρτηριοσκληρωτικής (artiriosklirotikís) αρτηριοσκληρωτικού (artiriosklirotikoú) αρτηριοσκληρωτικών (artiriosklirotikón) αρτηριοσκληρωτικών (artiriosklirotikón) αρτηριοσκληρωτικών (artiriosklirotikón)
accusative αρτηριοσκληρωτικό (artiriosklirotikó) αρτηριοσκληρωτική (artiriosklirotikí) αρτηριοσκληρωτικό (artiriosklirotikó) αρτηριοσκληρωτικούς (artiriosklirotikoús) αρτηριοσκληρωτικές (artiriosklirotikés) αρτηριοσκληρωτικά (artiriosklirotiká)
vocative αρτηριοσκληρωτικέ (artiriosklirotiké) αρτηριοσκληρωτική (artiriosklirotikí) αρτηριοσκληρωτικό (artiriosklirotikó) αρτηριοσκληρωτικοί (artiriosklirotikoí) αρτηριοσκληρωτικές (artiriosklirotikés) αρτηριοσκληρωτικά (artiriosklirotiká)

Further reading