αρτοβιομηχανία • (artoviomichanía) f (usually uncountable, plural αρτοβιομηχανίες)
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αρτοβιομηχανία (artoviomichanía) | αρτοβιομηχανίες (artoviomichaníes) |
genitive | αρτοβιομηχανίας (artoviomichanías) | αρτοβιομηχανιών (artoviomichanión) |
accusative | αρτοβιομηχανία (artoviomichanía) | αρτοβιομηχανίες (artoviomichaníes) |
vocative | αρτοβιομηχανία (artoviomichanía) | αρτοβιομηχανίες (artoviomichaníes) |