αρτύσιμος • (artýsimos) m (feminine αρτύσιμη, neuter αρτύσιμο)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αρτύσιμος (artýsimos) | αρτύσιμη (artýsimi) | αρτύσιμο (artýsimo) | αρτύσιμοι (artýsimoi) | αρτύσιμες (artýsimes) | αρτύσιμα (artýsima) | |
genitive | αρτύσιμου (artýsimou) | αρτύσιμης (artýsimis) | αρτύσιμου (artýsimou) | αρτύσιμων (artýsimon) | αρτύσιμων (artýsimon) | αρτύσιμων (artýsimon) | |
accusative | αρτύσιμο (artýsimo) | αρτύσιμη (artýsimi) | αρτύσιμο (artýsimo) | αρτύσιμους (artýsimous) | αρτύσιμες (artýsimes) | αρτύσιμα (artýsima) | |
vocative | αρτύσιμε (artýsime) | αρτύσιμη (artýsimi) | αρτύσιμο (artýsimo) | αρτύσιμοι (artýsimoi) | αρτύσιμες (artýsimes) | αρτύσιμα (artýsima) |