From Koine Greek ἀρχέγονος (arkhégonos)
αρχέγονος • (archégonos) m (feminine αρχέγονη, neuter αρχέγονο)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αρχέγονος • | αρχέγονη • | αρχέγονο • | αρχέγονοι • | αρχέγονες • | αρχέγονα • |
genitive | αρχέγονου • | αρχέγονης • | αρχέγονου • | αρχέγονων • | αρχέγονων • | αρχέγονων • |
accusative | αρχέγονο • | αρχέγονη • | αρχέγονο • | αρχέγονους • | αρχέγονες • | αρχέγονα • |
vocative | αρχέγονε • | αρχέγονη • | αρχέγονο • | αρχέγονοι • | αρχέγονες • | αρχέγονα • |