αρχαγγελικός • (archangelikós) m (feminine αρχαγγελική, neuter αρχαγγελικό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αρχαγγελικός (archangelikós) | αρχαγγελική (archangelikí) | αρχαγγελικό (archangelikó) | αρχαγγελικοί (archangelikoí) | αρχαγγελικές (archangelikés) | αρχαγγελικά (archangeliká) | |
genitive | αρχαγγελικού (archangelikoú) | αρχαγγελικής (archangelikís) | αρχαγγελικού (archangelikoú) | αρχαγγελικών (archangelikón) | αρχαγγελικών (archangelikón) | αρχαγγελικών (archangelikón) | |
accusative | αρχαγγελικό (archangelikó) | αρχαγγελική (archangelikí) | αρχαγγελικό (archangelikó) | αρχαγγελικούς (archangelikoús) | αρχαγγελικές (archangelikés) | αρχαγγελικά (archangeliká) | |
vocative | αρχαγγελικέ (archangeliké) | αρχαγγελική (archangelikí) | αρχαγγελικό (archangelikó) | αρχαγγελικοί (archangelikoí) | αρχαγγελικές (archangelikés) | αρχαγγελικά (archangeliká) |