αρχαιοζωικός • (archaiozoïkós) m (feminine αρχαιοζωική, neuter αρχαιοζωικό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αρχαιοζωικός (archaiozoïkós) | αρχαιοζωική (archaiozoïkí) | αρχαιοζωικό (archaiozoïkó) | αρχαιοζωικοί (archaiozoïkoí) | αρχαιοζωικές (archaiozoïkés) | αρχαιοζωικά (archaiozoïká) | |
genitive | αρχαιοζωικού (archaiozoïkoú) | αρχαιοζωικής (archaiozoïkís) | αρχαιοζωικού (archaiozoïkoú) | αρχαιοζωικών (archaiozoïkón) | αρχαιοζωικών (archaiozoïkón) | αρχαιοζωικών (archaiozoïkón) | |
accusative | αρχαιοζωικό (archaiozoïkó) | αρχαιοζωική (archaiozoïkí) | αρχαιοζωικό (archaiozoïkó) | αρχαιοζωικούς (archaiozoïkoús) | αρχαιοζωικές (archaiozoïkés) | αρχαιοζωικά (archaiozoïká) | |
vocative | αρχαιοζωικέ (archaiozoïké) | αρχαιοζωική (archaiozoïkí) | αρχαιοζωικό (archaiozoïkó) | αρχαιοζωικοί (archaiozoïkoí) | αρχαιοζωικές (archaiozoïkés) | αρχαιοζωικά (archaiozoïká) |