From αρχαιολογία (archaiología, “archaeology”) + -ικός (-ikós).
αρχαιολογικός • (archaiologikós) m (feminine αρχαιολογική, neuter αρχαιολογικό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αρχαιολογικός (archaiologikós) | αρχαιολογική (archaiologikí) | αρχαιολογικό (archaiologikó) | αρχαιολογικοί (archaiologikoí) | αρχαιολογικές (archaiologikés) | αρχαιολογικά (archaiologiká) | |
genitive | αρχαιολογικού (archaiologikoú) | αρχαιολογικής (archaiologikís) | αρχαιολογικού (archaiologikoú) | αρχαιολογικών (archaiologikón) | αρχαιολογικών (archaiologikón) | αρχαιολογικών (archaiologikón) | |
accusative | αρχαιολογικό (archaiologikó) | αρχαιολογική (archaiologikí) | αρχαιολογικό (archaiologikó) | αρχαιολογικούς (archaiologikoús) | αρχαιολογικές (archaiologikés) | αρχαιολογικά (archaiologiká) | |
vocative | αρχαιολογικέ (archaiologiké) | αρχαιολογική (archaiologikí) | αρχαιολογικό (archaiologikó) | αρχαιολογικοί (archaiologikoí) | αρχαιολογικές (archaiologikés) | αρχαιολογικά (archaiologiká) |