αρχαιολογικός

Hello, you have come here looking for the meaning of the word αρχαιολογικός. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word αρχαιολογικός, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say αρχαιολογικός in singular and plural. Everything you need to know about the word αρχαιολογικός you have here. The definition of the word αρχαιολογικός will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition ofαρχαιολογικός, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.

Greek

Etymology

From αρχαιολογία (archaiología, archaeology) +‎ -ικός (-ikós).

Adjective

αρχαιολογικός (archaiologikósm (feminine αρχαιολογική, neuter αρχαιολογικό)

  1. archaeological

Declension

Declension of αρχαιολογικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αρχαιολογικός (archaiologikós) αρχαιολογική (archaiologikí) αρχαιολογικό (archaiologikó) αρχαιολογικοί (archaiologikoí) αρχαιολογικές (archaiologikés) αρχαιολογικά (archaiologiká)
genitive αρχαιολογικού (archaiologikoú) αρχαιολογικής (archaiologikís) αρχαιολογικού (archaiologikoú) αρχαιολογικών (archaiologikón) αρχαιολογικών (archaiologikón) αρχαιολογικών (archaiologikón)
accusative αρχαιολογικό (archaiologikó) αρχαιολογική (archaiologikí) αρχαιολογικό (archaiologikó) αρχαιολογικούς (archaiologikoús) αρχαιολογικές (archaiologikés) αρχαιολογικά (archaiologiká)
vocative αρχαιολογικέ (archaiologiké) αρχαιολογική (archaiologikí) αρχαιολογικό (archaiologikó) αρχαιολογικοί (archaiologikoí) αρχαιολογικές (archaiologikés) αρχαιολογικά (archaiologiká)

Further reading