αρχαιόπρεπος • (archaióprepos) m (feminine αρχαιόπρεπη, neuter αρχαιόπρεπο)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αρχαιόπρεπος (archaióprepos) | αρχαιόπρεπη (archaióprepi) | αρχαιόπρεπο (archaióprepo) | αρχαιόπρεποι (archaióprepoi) | αρχαιόπρεπες (archaióprepes) | αρχαιόπρεπα (archaióprepa) | |
genitive | αρχαιόπρεπου (archaióprepou) | αρχαιόπρεπης (archaióprepis) | αρχαιόπρεπου (archaióprepou) | αρχαιόπρεπων (archaióprepon) | αρχαιόπρεπων (archaióprepon) | αρχαιόπρεπων (archaióprepon) | |
accusative | αρχαιόπρεπο (archaióprepo) | αρχαιόπρεπη (archaióprepi) | αρχαιόπρεπο (archaióprepo) | αρχαιόπρεπους (archaióprepous) | αρχαιόπρεπες (archaióprepes) | αρχαιόπρεπα (archaióprepa) | |
vocative | αρχαιόπρεπε (archaióprepe) | αρχαιόπρεπη (archaióprepi) | αρχαιόπρεπο (archaióprepo) | αρχαιόπρεποι (archaióprepoi) | αρχαιόπρεπες (archaióprepes) | αρχαιόπρεπα (archaióprepa) |