αρχαϊστικός

Hello, you have come here looking for the meaning of the word αρχαϊστικός. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word αρχαϊστικός, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say αρχαϊστικός in singular and plural. Everything you need to know about the word αρχαϊστικός you have here. The definition of the word αρχαϊστικός will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition ofαρχαϊστικός, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.

Greek

Adjective

αρχαϊστικός (archaïstikósm (feminine αρχαϊστική, neuter αρχαϊστικό)

  1. (grammar) archaistic
    Synonym: αρχαϊστ. (archaïst.)

Declension

singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αρχαϊστικός (archaïstikós) αρχαϊστική (archaïstikí) αρχαϊστικό (archaïstikó) αρχαϊστικοί (archaïstikoí) αρχαϊστικές (archaïstikés) αρχαϊστικά (archaïstiká)
genitive αρχαϊστικού (archaïstikoú) αρχαϊστικής (archaïstikís) αρχαϊστικού (archaïstikoú) αρχαϊστικών (archaïstikón) αρχαϊστικών (archaïstikón) αρχαϊστικών (archaïstikón)
accusative αρχαϊστικό (archaïstikó) αρχαϊστική (archaïstikí) αρχαϊστικό (archaïstikó) αρχαϊστικούς (archaïstikoús) αρχαϊστικές (archaïstikés) αρχαϊστικά (archaïstiká)
vocative αρχαϊστικέ (archaïstiké) αρχαϊστική (archaïstikí) αρχαϊστικό (archaïstikó) αρχαϊστικοί (archaïstikoí) αρχαϊστικές (archaïstikés) αρχαϊστικά (archaïstiká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αρχαϊστικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αρχαϊστικός, etc.)