αρχειακός • (archeiakós) m (feminine αρχειακή, neuter αρχειακό)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αρχειακός • | αρχειακή • | αρχειακό • | αρχειακοί • | αρχειακές • | αρχειακά • |
genitive | αρχειακού • | αρχειακής • | αρχειακού • | αρχειακών • | αρχειακών • | αρχειακών • |
accusative | αρχειακό • | αρχειακή • | αρχειακό • | αρχειακούς • | αρχειακές • | αρχειακά • |
vocative | αρχειακέ • | αρχειακή • | αρχειακό • | αρχειακοί • | αρχειακές • | αρχειακά • |