From αρχειο (archeio, “archive”) + φύλακας (fýlakas, “custodian”).
αρχειοφύλακας • (archeiofýlakas) m or f (plural αρχειοφύλακες)
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αρχειοφύλακας (archeiofýlakas) | αρχειοφύλακες (archeiofýlakes) |
genitive | αρχειοφύλακα (archeiofýlaka) | αρχειοφυλάκων (archeiofylákon) |
accusative | αρχειοφύλακα (archeiofýlaka) | αρχειοφύλακες (archeiofýlakes) |
vocative | αρχειοφύλακα (archeiofýlaka) | αρχειοφύλακες (archeiofýlakes) |