αρχιδικαστίνα • (archidikastína) f (plural αρχιδικαστίνες, masculine αρχιδικαστής)
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αρχιδικαστίνα (archidikastína) | αρχιδικαστίνες (archidikastínes) |
genitive | αρχιδικαστίνας (archidikastínas) | αρχιδικαστίνων (archidikastínon) |
accusative | αρχιδικαστίνα (archidikastína) | αρχιδικαστίνες (archidikastínes) |
vocative | αρχιδικαστίνα (archidikastína) | αρχιδικαστίνες (archidikastínes) |