αρχιεπισκοπικός • (archiepiskopikós) m (feminine αρχιεπισκοπική, neuter αρχιεπισκοπικό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αρχιεπισκοπικός (archiepiskopikós) | αρχιεπισκοπική (archiepiskopikí) | αρχιεπισκοπικό (archiepiskopikó) | αρχιεπισκοπικοί (archiepiskopikoí) | αρχιεπισκοπικές (archiepiskopikés) | αρχιεπισκοπικά (archiepiskopiká) | |
genitive | αρχιεπισκοπικού (archiepiskopikoú) | αρχιεπισκοπικής (archiepiskopikís) | αρχιεπισκοπικού (archiepiskopikoú) | αρχιεπισκοπικών (archiepiskopikón) | αρχιεπισκοπικών (archiepiskopikón) | αρχιεπισκοπικών (archiepiskopikón) | |
accusative | αρχιεπισκοπικό (archiepiskopikó) | αρχιεπισκοπική (archiepiskopikí) | αρχιεπισκοπικό (archiepiskopikó) | αρχιεπισκοπικούς (archiepiskopikoús) | αρχιεπισκοπικές (archiepiskopikés) | αρχιεπισκοπικά (archiepiskopiká) | |
vocative | αρχιεπισκοπικέ (archiepiskopiké) | αρχιεπισκοπική (archiepiskopikí) | αρχιεπισκοπικό (archiepiskopikó) | αρχιεπισκοπικοί (archiepiskopikoí) | αρχιεπισκοπικές (archiepiskopikés) | αρχιεπισκοπικά (archiepiskopiká) |