From αρχι- (archi-, “arch-”) + εργάτης (ergátis, “worker”).
αρχιεργάτης • (archiergátis) m (plural αρχιεργάτες, feminine αρχιεργάτρια or αρχιεργάτισσα)
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αρχιεργάτης (archiergátis) | αρχιεργάτες (archiergátes) |
genitive | αρχιεργάτη (archiergáti) | αρχιεργατών (archiergatón) |
accusative | αρχιεργάτη (archiergáti) | αρχιεργάτες (archiergátes) |
vocative | αρχιεργάτη (archiergáti) | αρχιεργάτες (archiergátes) |