From αρχικ(ός) (archik(ós)) + -ο- (-o-) + -ποίηση (-poíisi).
αρχικοποίηση • (archikopoíisi) f (plural αρχικοποιήσεις)
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αρχικοποίηση (archikopoíisi) | αρχικοποιήσεις (archikopoiíseis) |
genitive | αρχικοποίησης (archikopoíisis) | αρχικοποιήσεων (archikopoiíseon) |
accusative | αρχικοποίηση (archikopoíisi) | αρχικοποιήσεις (archikopoiíseis) |
vocative | αρχικοποίηση (archikopoíisi) | αρχικοποιήσεις (archikopoiíseis) |
Older or formal genitive singular: αρχικοποιήσεως (archikopoiíseos)