Learned borrowing from Ancient Greek ἀρχιτεκτονικός (arkhitektonikós); by surface analysis, αρχιτέκτονας (architéktonas) + -ικός (-ikós).
αρχιτεκτονικός • (architektonikós) m (feminine αρχιτεκτονική, neuter αρχιτεκτονικό)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αρχιτεκτονικός • | αρχιτεκτονική • | αρχιτεκτονικό • | αρχιτεκτονικοί • | αρχιτεκτονικές • | αρχιτεκτονικά • |
genitive | αρχιτεκτονικού • | αρχιτεκτονικής • | αρχιτεκτονικού • | αρχιτεκτονικών • | αρχιτεκτονικών • | αρχιτεκτονικών • |
accusative | αρχιτεκτονικό • | αρχιτεκτονική • | αρχιτεκτονικό • | αρχιτεκτονικούς • | αρχιτεκτονικές • | αρχιτεκτονικά • |
vocative | αρχιτεκτονικέ • | αρχιτεκτονική • | αρχιτεκτονικό • | αρχιτεκτονικοί • | αρχιτεκτονικές • | αρχιτεκτονικά • |