αρχιτεχνίτισσα • (architechnítissa) f (plural αρχιτεχνίτισσες, masculine αρχιτεχνίτης)
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αρχιτεχνίτισσα (architechnítissa) | αρχιτεχνίτισσες (architechnítisses) |
genitive | αρχιτεχνίτισσας (architechnítissas) | αρχιτεχνιτισσών (architechnitissón) |
accusative | αρχιτεχνίτισσα (architechnítissa) | αρχιτεχνίτισσες (architechnítisses) |
vocative | αρχιτεχνίτισσα (architechnítissa) | αρχιτεχνίτισσες (architechnítisses) |